Ξημερώματα 28ης Οκτώβρη του 1940.
Ιωάννινα , έδρα της 8ης Μεραρχίας.
Στο παγωμένο πρωινό η βαριά μεταλλική πόρτα ανοίγει με θόρυβο, ο Στρατονόμος υπεύθυνος της φρουράς είχε ήδη βγει στον δρόμο και περίμενε.
Την ησυχία της παγωμένης νύχτας την διέκοψε ο ήχος της Νόρτον Ιντερνάσιοναλ , με 2-3 μανιβελιές η μονοκύλινδρη μοτοσικλέτα πήρε εύκολα μπροστά, ο Λοχίας οδηγός της Δημήτρης βαγιόπουλος (Μήτσος για τους φίλους), ντυμένος σαν αστακός με τα βαριά πέτσινα, ξεχύθηκε από την έδρα της Μεραρχίας, πέρασε τον φρουρό και συνέχισε επιταχύνοντας με κατεύθυνση Βόρεια.
Τέτοια εποχή και μάλιστα τέτοια ώρα δεν ήταν και ότι καλύτερο να οδηγάς μοτοσικλέτα. Το πρόσωπο του Μήτσου είχε γεμίσει υγρασία, κάθε τόσο σκούπιζε τα γυαλιά του, ευτυχώς η μοτοσικλέτα του έδειχνε να δουλεύει απροβλημάτιστα.
Αυτές οι καινούργιες Νόρτον Ιντερνάσιοναλ και Νόρτον 16Η που τους παραδόθηκαν από την Αγγλία σαν στρατιωτική βοήθεια, είχαν διανεμηθεί προ καιρού σε μικρούς αριθμούς σε κάποιες ευαίσθητες περιοχές και φυσικά τις πιο πολλές τις κράτησαν στην Αθήνα για συνοδεία Στρατηγών.
Είχε ξημερώσει πια όταν έφτασε στο στρατόπεδο της Κόνιτσας.
Χωρίς να βγάλει τα βαριά και νοτισμένα δερμάτινα περίμενε στο Χολ του Διοικητηρίου την απάντηση, σίγουρα για να μην επικοινωνούν με ασύρματο και να στέλνουν αγγελιοφόρο, κάτι σοβαρό θα είναι.
Εντύπωση επίσης του έκανε ο χαμός που γίνονταν σε όλη την περιοχή, στο Διοικητήριο μπαινόβγαιναν αλαφιασμένοι διάφοροι βαθμοφόροι, κανείς δεν έδινε σημασία στον αγγελιοφόρο, όταν επιτέλους βγήκε από το Διοικητήριο ένας πεζικάριος του μετέφερε το δυσάρεστο μήνυμα.
-Πατριώτη, πόλεμος.
- Τι…;;;
Ο Μήτσος δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβει, σίγουρα οι Ιταλοί την είχαν κάνει την δουλειά .
Οι μέρες πέρναγαν, στην Ελληνο-Αλβανική μεθόριο μαίνονταν ένας άδικος πόλεμος. Μια πανίσχυρη και τεχνολογικά προηγμένη χώρα είχε βαλθεί να αποδείξει την ανδρεία της και επί ευρωπαϊκού εδάφους, αφού πρώτα κατατρόπωσε τους ξυπόλητους Αιθίοπες με τα χημικά μέσα που διέθετε και τα άρματα μάχης .
Και τούτοι εδώ οι Έλληνες φυσικά ξυπόλητοι ήταν μπροστά στην τεχνολογία των Ιταλών, δεν ήταν όμως αποφασισμένοι να παραδώσουν ούτε εκατοστό εδάφους σε κανέναν κατακτητή.
Ο Λοχίας Βαγιόπουλος, ήξερε όλα τα περάσματα, πολίτης ακόμη χάνονταν σε τούτα δω τα γκρέμια με τους φίλους του, πότε συμμετέχοντας σε αγώνες και πότε σε βόλτες.
Μεγάλη παρέα, ολόκληρη ιστορία η γνωριμία τους, χρόνια τώρα με μηχανές αλώνιζαν χειμώνα - καλοκαίρι τα βουνά.
Ο Μήτσος πιο πολύ κάθονταν στην σέλα της Νόρτον του παρά οπουδήποτε αλλού .
Το χιόνι και το κρύο διαδέχονταν την βροχή και την ομίχλη, αλλά ούτε που του πέρναγε από το μυαλό να παραπονεθεί, έβλεπε τι γίνονταν στο Μέτωπο.
Παλικάρια πολεμιστές ,γύρναγαν με τραύματα σε όλο τους το σώμα και όχι πάντα αρτιμελείς .
Όταν σκέφτονταν την μυρωδιά του σαπισμένου κρέατος από την γάγγραινα μόνο να κλάψει ήθελε αλλά δεν μπορούσε , αυτό τον πείσμωνε περισσότερο, όσο πιο πολλές απώλειες έβλεπε, τόσο δυνάμωνε η ψυχή του.
Καβάλα στην Νόρτον έζησε όλα τα γεγονότα αυτού του πολέμου, νίκες και επιτυχίες ήταν καθημερινότητα.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, οι Ιταλοί είχαν αναδιπλωθεί , ο Μήτσος όπως και όλος ο κόσμος ήξερε ότι τίποτα δεν τέλειωσε ακόμη.
Στα παράλια της Δοϊράνης ένα πρωινό στα μέσα του Δεκέμβρη συναντά τον φίλο του τον Γιώργη Μπουρά, οδηγό σε φορτηγό, που είχε να τον δει από την επιστράτευση .
Αγκαλιάστηκαν τόσο σφιχτά που σίγουρα θα πέθαναν μπόλικες ψείρες.
Ο Γιώργης οδηγούσε με δεξιοτεχνία το ένα από τα τρία φορτηγά που κουβάλησαν ισάριθμα ψαροκάικα οπλισμένα με πολυβόλα για τον έλεγχο της Οχρίδας .
Στην σύντομη κουβέντα τους, ο Μπουράς του αποκάλυψε ότι την άλλη βδομάδα θα συναντούσε και τους υπόλοιπους της παρέας στο ύψωμα 8790 , ο Μήτσος δεν μπορούσε να κρατήσει την χαρά του, ήδη επεξεργάζονταν σχέδια, έπρεπε κάτι να κάνει, έπρεπε να πάει οπωσδήποτε.
Γυρνώντας στην έδρα του πήγε κατ’ευθείαν στον Διοικητή του.
Η συνεχής θητεία στην πρώτη γραμμή χωρίς καμία άδεια ενδιάμεσα και η ανάγκη ύπαρξης καλού οδηγού μοτοσικλέτας στο μέτωπο έκαναν τον διοικητή του να μην μπορέσει να του αρνηθεί μια μικρή άδεια.
Μαζί του θα έπαιρνε και τον φίλο του τον Γιώργο, αρχιμηχανικό στην μεραρχία και άσσο στο κατσαβίδι.
Την ημέρα της συνάντησης, αργά το απόγευμα ο Λοχίας έχοντας γεμίσει την μοτοσικλέτα του με ότι φαγώσιμο βρήκε, ανηφόριζε, παρέα με τον φίλο του σαν συνεπιβάτη για το ύψωμα 8790.
Αφού πέρασε εύκολα λόγω γνωριμιών όλους τους ελέγχους, αργά το βράδυ η βαριά μηχανή βρίσκονταν επιτέλους στον προορισμό της .
Η ώρα που περίμενε τόσο καιρό επιτέλους έφτασε, οι φίλοι του βγήκαν από το κατάλυμα και έτρεξαν όλοι μαζί να τούς αγκαλιάσουν.
Το τσουχτερό κρύο τους έσπρωξε γρήγορα μέσα στο πρόχειρο κατάλυμα.
Όλα και όλα 10 κορμοί δέντρων περίτεχνα πλεγμένοι με κλαδιά και πάνινες τσόχες αποτελούσαν αυτό το απίθανο καταφύγιο.
Στον περίβολο του καταυλισμού είχαν φτιάξει ένα πρόχειρο μαγειρείο με πέτρες για προστασία από τον αέρα και μια πρόχειρη τουαλέτα.
Το χιόνι της περιοχής ήταν το καλύτερο ψυγείο, το οποίο τους χρησίμευε και σαν πλυντήριο, εκεί έθαβαν τα ρούχα τους 4-5 μέρες και μετά τα έβγαζαν τα στέγνωναν στη φωτιά και τα ξαναφόραγαν, μόνο που η άτιμη η ψείρα τρέφονταν από το μαλλί των ρούχων και επιβίωνε, τώρα τελευταία που οι Ιταλοί οπισθοχωρούσαν τα πράγματα στο μέτωπο ήταν πιο ήσυχα και όταν είχαν ευκαιρία τα έβραζαν, ήταν η μόνη λύση για να απαλλαχθούν από τα ενοχλητικά έντομα.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς, μπροστά στο πρόχειρο χριστουγεννιάτικο δέντρο οι ιστορίες έδιναν και έπαιρναν, βόλτες με μοτοσυκλέτες, αγώνες με μοτοσυκλέτες, μαστορέματα, θυμήθηκαν τα πάντα εκείνο το βράδυ με τα δίτροχα να μονοπωλούν.
Ποιος να το ‘λεγε ότι θα βρίσκονταν στην αντάρα του πολέμου όλη η παρέα, ζωντανή, ακατάβλητη και κεφάτη .
Στο τρίτο τσίπουρο ο Σωτήρης άρχισε να τραγουδάει :
Παιδιά,
της Ελλάδος παιδιά
που σκληρά πολεμάτε
πάνω στα βουνά………
όλες οι φωνές ενώθηκαν σε μία, δάκρυα αυλάκωσαν τα σκληρά τους πρόσωπα, ο Δημήτρης από τον Αλμυρό συνέχισε να σερβίρει άφθονο τσίπουρο δώρο του πατέρα του, ο Γιάννης έβγαλε ένα περίεργο πηγμένο πολτό για συνοδεία, μια περίεργη κερκυραϊκή συνταγή του γέρο-Απόλλωνα, σύκα με καρύδια βρασμένα σε ούζο .
Ο Σωτήρης ως εμψυχωτής της παρέας, συνέχισε να τραγουδά άσματα, ο Ανδρέας ο πιο ευαίσθητος απ’ όλους, θυμήθηκε το κορίτσι του και βγήκε για λίγο έξω στο κρύο να συνέλθει.
Τα φιλέματα δεν έλεγαν να σταματήσουν ο Γιώργος, είχε μόλις βγάλει από την φωτιά ξεροψημένο ψωμί που του το’ χε στείλει η μάνα του, ο Μήτσος άνοιγε συνέχεια κονσέρβες και ο Αλέξης είχε πιάσει σε παγίδα την προηγούμενη νύχτα ένα λαγό, ο Φανούρης τροφοδοτούσε τη φωτιά, και ο Φώτης ο μικρότερος απ΄ όλους σε ηλικία κάπνιζε οτι χόρτο έβρισκε και παραπονιόταν για μια αλεπού που τον παρακολουθούσε.
Ο Λοχίας της διμοιρίας που ήταν και ο γηραιότερος της παρέας, ο Ηλίας ο τυπογράφος, είχε αποσυρθεί σε μιά γωνιά σκεφτικός, και άφηνε ανενόχλητες τίς αραιές νιφάδες του χιονιού να κάθονται απάνω του.
Τέτοιο γεύμα ούτε οι Στρατηγοί δεν είχαν.
Ευτυχώς το απόμακρο ύψωμα δεν ήταν κάπου ενεργά μπλεγμένο, έτσι το γλέντι συνέχιζε χωρίς πρόβλημα .
Το φαγητό και το άφθονο τσίπουρο, τους έδινε δύναμη να τραγουδάνε δυνατά. Μεταξύ τους τσακώνονταν όπως πάντα για το ποιος ήταν ο πιο γρήγορος , ποιος άντεχε πιο πολύ στη σέλα της μηχανής. Αφορμή έψαχναν για να αλληλοπειράζονται.
Τα ευχάριστα πειράγματα τα διαδέχονταν τα δάκρυα από τα γέλια, ήταν ικανοί ακόμη και δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος να τα διακωμωδούν, τίποτα δεν ήταν ικανό να τους χαλάσει το κέφι.
Το ξημέρωμα τους βρήκε να τραγουδάν ακόμη.
Έξω από το κατάλυμα είχε σταματήσει επιτέλους να χιονίζει, τα σύννεφα υποχωρούσαν και ο πρωινός ήλιος, ανέλαβε να ζεστάνει το τοπίο και να κοιμίσει την αποκαμωμένη και ευτυχισμένη συντροφιά, πάνω στα πρόχειρα κρεβάτια από ελατόφυλλα .
Η 28η του Οκτώβρη πέρασε και σύντομα φτάνει η 25η του Δεκέμβρη.
Κάπου εκεί ανάμεσα είμαστε σήμερα.
Ιωάννινα , έδρα της 8ης Μεραρχίας.
Στο παγωμένο πρωινό η βαριά μεταλλική πόρτα ανοίγει με θόρυβο, ο Στρατονόμος υπεύθυνος της φρουράς είχε ήδη βγει στον δρόμο και περίμενε.
Την ησυχία της παγωμένης νύχτας την διέκοψε ο ήχος της Νόρτον Ιντερνάσιοναλ , με 2-3 μανιβελιές η μονοκύλινδρη μοτοσικλέτα πήρε εύκολα μπροστά, ο Λοχίας οδηγός της Δημήτρης βαγιόπουλος (Μήτσος για τους φίλους), ντυμένος σαν αστακός με τα βαριά πέτσινα, ξεχύθηκε από την έδρα της Μεραρχίας, πέρασε τον φρουρό και συνέχισε επιταχύνοντας με κατεύθυνση Βόρεια.
Τέτοια εποχή και μάλιστα τέτοια ώρα δεν ήταν και ότι καλύτερο να οδηγάς μοτοσικλέτα. Το πρόσωπο του Μήτσου είχε γεμίσει υγρασία, κάθε τόσο σκούπιζε τα γυαλιά του, ευτυχώς η μοτοσικλέτα του έδειχνε να δουλεύει απροβλημάτιστα.
Αυτές οι καινούργιες Νόρτον Ιντερνάσιοναλ και Νόρτον 16Η που τους παραδόθηκαν από την Αγγλία σαν στρατιωτική βοήθεια, είχαν διανεμηθεί προ καιρού σε μικρούς αριθμούς σε κάποιες ευαίσθητες περιοχές και φυσικά τις πιο πολλές τις κράτησαν στην Αθήνα για συνοδεία Στρατηγών.
Είχε ξημερώσει πια όταν έφτασε στο στρατόπεδο της Κόνιτσας.
Χωρίς να βγάλει τα βαριά και νοτισμένα δερμάτινα περίμενε στο Χολ του Διοικητηρίου την απάντηση, σίγουρα για να μην επικοινωνούν με ασύρματο και να στέλνουν αγγελιοφόρο, κάτι σοβαρό θα είναι.
Εντύπωση επίσης του έκανε ο χαμός που γίνονταν σε όλη την περιοχή, στο Διοικητήριο μπαινόβγαιναν αλαφιασμένοι διάφοροι βαθμοφόροι, κανείς δεν έδινε σημασία στον αγγελιοφόρο, όταν επιτέλους βγήκε από το Διοικητήριο ένας πεζικάριος του μετέφερε το δυσάρεστο μήνυμα.
-Πατριώτη, πόλεμος.
- Τι…;;;
Ο Μήτσος δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβει, σίγουρα οι Ιταλοί την είχαν κάνει την δουλειά .
Οι μέρες πέρναγαν, στην Ελληνο-Αλβανική μεθόριο μαίνονταν ένας άδικος πόλεμος. Μια πανίσχυρη και τεχνολογικά προηγμένη χώρα είχε βαλθεί να αποδείξει την ανδρεία της και επί ευρωπαϊκού εδάφους, αφού πρώτα κατατρόπωσε τους ξυπόλητους Αιθίοπες με τα χημικά μέσα που διέθετε και τα άρματα μάχης .
Και τούτοι εδώ οι Έλληνες φυσικά ξυπόλητοι ήταν μπροστά στην τεχνολογία των Ιταλών, δεν ήταν όμως αποφασισμένοι να παραδώσουν ούτε εκατοστό εδάφους σε κανέναν κατακτητή.
Ο Λοχίας Βαγιόπουλος, ήξερε όλα τα περάσματα, πολίτης ακόμη χάνονταν σε τούτα δω τα γκρέμια με τους φίλους του, πότε συμμετέχοντας σε αγώνες και πότε σε βόλτες.
Μεγάλη παρέα, ολόκληρη ιστορία η γνωριμία τους, χρόνια τώρα με μηχανές αλώνιζαν χειμώνα - καλοκαίρι τα βουνά.
Ο Μήτσος πιο πολύ κάθονταν στην σέλα της Νόρτον του παρά οπουδήποτε αλλού .
Το χιόνι και το κρύο διαδέχονταν την βροχή και την ομίχλη, αλλά ούτε που του πέρναγε από το μυαλό να παραπονεθεί, έβλεπε τι γίνονταν στο Μέτωπο.
Παλικάρια πολεμιστές ,γύρναγαν με τραύματα σε όλο τους το σώμα και όχι πάντα αρτιμελείς .
Όταν σκέφτονταν την μυρωδιά του σαπισμένου κρέατος από την γάγγραινα μόνο να κλάψει ήθελε αλλά δεν μπορούσε , αυτό τον πείσμωνε περισσότερο, όσο πιο πολλές απώλειες έβλεπε, τόσο δυνάμωνε η ψυχή του.
Καβάλα στην Νόρτον έζησε όλα τα γεγονότα αυτού του πολέμου, νίκες και επιτυχίες ήταν καθημερινότητα.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, οι Ιταλοί είχαν αναδιπλωθεί , ο Μήτσος όπως και όλος ο κόσμος ήξερε ότι τίποτα δεν τέλειωσε ακόμη.
Στα παράλια της Δοϊράνης ένα πρωινό στα μέσα του Δεκέμβρη συναντά τον φίλο του τον Γιώργη Μπουρά, οδηγό σε φορτηγό, που είχε να τον δει από την επιστράτευση .
Αγκαλιάστηκαν τόσο σφιχτά που σίγουρα θα πέθαναν μπόλικες ψείρες.
Ο Γιώργης οδηγούσε με δεξιοτεχνία το ένα από τα τρία φορτηγά που κουβάλησαν ισάριθμα ψαροκάικα οπλισμένα με πολυβόλα για τον έλεγχο της Οχρίδας .
Στην σύντομη κουβέντα τους, ο Μπουράς του αποκάλυψε ότι την άλλη βδομάδα θα συναντούσε και τους υπόλοιπους της παρέας στο ύψωμα 8790 , ο Μήτσος δεν μπορούσε να κρατήσει την χαρά του, ήδη επεξεργάζονταν σχέδια, έπρεπε κάτι να κάνει, έπρεπε να πάει οπωσδήποτε.
Γυρνώντας στην έδρα του πήγε κατ’ευθείαν στον Διοικητή του.
Η συνεχής θητεία στην πρώτη γραμμή χωρίς καμία άδεια ενδιάμεσα και η ανάγκη ύπαρξης καλού οδηγού μοτοσικλέτας στο μέτωπο έκαναν τον διοικητή του να μην μπορέσει να του αρνηθεί μια μικρή άδεια.
Μαζί του θα έπαιρνε και τον φίλο του τον Γιώργο, αρχιμηχανικό στην μεραρχία και άσσο στο κατσαβίδι.
Την ημέρα της συνάντησης, αργά το απόγευμα ο Λοχίας έχοντας γεμίσει την μοτοσικλέτα του με ότι φαγώσιμο βρήκε, ανηφόριζε, παρέα με τον φίλο του σαν συνεπιβάτη για το ύψωμα 8790.
Αφού πέρασε εύκολα λόγω γνωριμιών όλους τους ελέγχους, αργά το βράδυ η βαριά μηχανή βρίσκονταν επιτέλους στον προορισμό της .
Η ώρα που περίμενε τόσο καιρό επιτέλους έφτασε, οι φίλοι του βγήκαν από το κατάλυμα και έτρεξαν όλοι μαζί να τούς αγκαλιάσουν.
Το τσουχτερό κρύο τους έσπρωξε γρήγορα μέσα στο πρόχειρο κατάλυμα.
Όλα και όλα 10 κορμοί δέντρων περίτεχνα πλεγμένοι με κλαδιά και πάνινες τσόχες αποτελούσαν αυτό το απίθανο καταφύγιο.
Στον περίβολο του καταυλισμού είχαν φτιάξει ένα πρόχειρο μαγειρείο με πέτρες για προστασία από τον αέρα και μια πρόχειρη τουαλέτα.
Το χιόνι της περιοχής ήταν το καλύτερο ψυγείο, το οποίο τους χρησίμευε και σαν πλυντήριο, εκεί έθαβαν τα ρούχα τους 4-5 μέρες και μετά τα έβγαζαν τα στέγνωναν στη φωτιά και τα ξαναφόραγαν, μόνο που η άτιμη η ψείρα τρέφονταν από το μαλλί των ρούχων και επιβίωνε, τώρα τελευταία που οι Ιταλοί οπισθοχωρούσαν τα πράγματα στο μέτωπο ήταν πιο ήσυχα και όταν είχαν ευκαιρία τα έβραζαν, ήταν η μόνη λύση για να απαλλαχθούν από τα ενοχλητικά έντομα.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς, μπροστά στο πρόχειρο χριστουγεννιάτικο δέντρο οι ιστορίες έδιναν και έπαιρναν, βόλτες με μοτοσυκλέτες, αγώνες με μοτοσυκλέτες, μαστορέματα, θυμήθηκαν τα πάντα εκείνο το βράδυ με τα δίτροχα να μονοπωλούν.
Ποιος να το ‘λεγε ότι θα βρίσκονταν στην αντάρα του πολέμου όλη η παρέα, ζωντανή, ακατάβλητη και κεφάτη .
Στο τρίτο τσίπουρο ο Σωτήρης άρχισε να τραγουδάει :
Παιδιά,
της Ελλάδος παιδιά
που σκληρά πολεμάτε
πάνω στα βουνά………
όλες οι φωνές ενώθηκαν σε μία, δάκρυα αυλάκωσαν τα σκληρά τους πρόσωπα, ο Δημήτρης από τον Αλμυρό συνέχισε να σερβίρει άφθονο τσίπουρο δώρο του πατέρα του, ο Γιάννης έβγαλε ένα περίεργο πηγμένο πολτό για συνοδεία, μια περίεργη κερκυραϊκή συνταγή του γέρο-Απόλλωνα, σύκα με καρύδια βρασμένα σε ούζο .
Ο Σωτήρης ως εμψυχωτής της παρέας, συνέχισε να τραγουδά άσματα, ο Ανδρέας ο πιο ευαίσθητος απ’ όλους, θυμήθηκε το κορίτσι του και βγήκε για λίγο έξω στο κρύο να συνέλθει.
Τα φιλέματα δεν έλεγαν να σταματήσουν ο Γιώργος, είχε μόλις βγάλει από την φωτιά ξεροψημένο ψωμί που του το’ χε στείλει η μάνα του, ο Μήτσος άνοιγε συνέχεια κονσέρβες και ο Αλέξης είχε πιάσει σε παγίδα την προηγούμενη νύχτα ένα λαγό, ο Φανούρης τροφοδοτούσε τη φωτιά, και ο Φώτης ο μικρότερος απ΄ όλους σε ηλικία κάπνιζε οτι χόρτο έβρισκε και παραπονιόταν για μια αλεπού που τον παρακολουθούσε.
Ο Λοχίας της διμοιρίας που ήταν και ο γηραιότερος της παρέας, ο Ηλίας ο τυπογράφος, είχε αποσυρθεί σε μιά γωνιά σκεφτικός, και άφηνε ανενόχλητες τίς αραιές νιφάδες του χιονιού να κάθονται απάνω του.
Τέτοιο γεύμα ούτε οι Στρατηγοί δεν είχαν.
Ευτυχώς το απόμακρο ύψωμα δεν ήταν κάπου ενεργά μπλεγμένο, έτσι το γλέντι συνέχιζε χωρίς πρόβλημα .
Το φαγητό και το άφθονο τσίπουρο, τους έδινε δύναμη να τραγουδάνε δυνατά. Μεταξύ τους τσακώνονταν όπως πάντα για το ποιος ήταν ο πιο γρήγορος , ποιος άντεχε πιο πολύ στη σέλα της μηχανής. Αφορμή έψαχναν για να αλληλοπειράζονται.
Τα ευχάριστα πειράγματα τα διαδέχονταν τα δάκρυα από τα γέλια, ήταν ικανοί ακόμη και δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος να τα διακωμωδούν, τίποτα δεν ήταν ικανό να τους χαλάσει το κέφι.
Το ξημέρωμα τους βρήκε να τραγουδάν ακόμη.
Έξω από το κατάλυμα είχε σταματήσει επιτέλους να χιονίζει, τα σύννεφα υποχωρούσαν και ο πρωινός ήλιος, ανέλαβε να ζεστάνει το τοπίο και να κοιμίσει την αποκαμωμένη και ευτυχισμένη συντροφιά, πάνω στα πρόχειρα κρεβάτια από ελατόφυλλα .
Η 28η του Οκτώβρη πέρασε και σύντομα φτάνει η 25η του Δεκέμβρη.
Κάπου εκεί ανάμεσα είμαστε σήμερα.
Τα πρόσωπα είναι αληθινά, η παρέα του ΚΕΡΑΣΙ CLUB μετράει πάνω απο 50 εντουράδες στα βουνά της Ελλάδας.
Χιόνια, λάσπες και βροχές το βούτυρο στο ψωμί μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου